χασκαρίζω

χασκαρίζω
Ν
χαχανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε -αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασκαρίζω — χασκάρισα, χαχανίζω: Κάθεται και χασκαρίζει όλη την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασκάρισμα — το, Ν [χασκαρίζω] χαχανητό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”